That man was meant for this one
As the sunken statue for the sea
the wind for the dress hung out to dry
Their bodies, earth and water
of a single orchard
But the wind tore the dress apart
– the stone is ravaged by the sea
The orchard though remains
Fruitless – yet every morning
finds its soil damp
The orchard waits
[English version by Panayotis Ioannidis and Stefanos Bacigal]
Αυτός ο άνθρωπος ήταν για εκείνον τον άνθρωπο
Όπως το ποντισμένο άγαλμα για το νερό
ο αέρας για το απλωμένο ρούχο
Τα σώματά τους ήταν χώμα και νερό
του ίδιου κήπου
Αλλ’ ο αέρας έσκισε το ρούχο
– η πέτρα φαγωμένη απ’ το νερό
Ο κήπος μόνο παραμένει
Άκαρπος – όμως κάθε πρωί
βρίσκει το χώμα νοτισμένο
Ο κήπος περιμένει
Salt on his chest and sand on his back
the sun wedged in his eye
all day he wanders
and you have no rest
A sun with heavy eyelashes
animal gait
*
He goes out walking on his own
in the summer noon
Dogs stop in their tracks
turn round and curl up in the doorways
Men shut up in their bedrooms
sweat in their sleep
His steps melt the asphalt
Women hear him coming
and close the windows tight
Children stop their games
Run to the shutters
They only see his bare feet
The city swelters in the sun
the walls are peeling
Its only freshness, he
– taking alone to the streets
*
I first came upon him a full moon
at the end of a passage
between two whitewashed walls –
the quick-lime, his shirt
the moon hanging above
The second time I met him
at the opposite end of that passage
shirtless and
with the sun on his head
The wall curved behind him
a huge palm
pushed him towards me
The way was narrow
I pressed against the whitewash
– he didn’t even notice
Third time I saw him from afar
walk on the asphalt
barefoot –
in early morning’s yellow light
The road skirted the rock
above the sea
Suddenly he paused
and started down the slope
–almost vertical– running
without grabbing onto the bushes
He reached the water –
he stares, hands in his pockets
*
Now nothing’s wanting –
a precipitous thyme
the thickly flowing heatwave
the water’s scales
The sea swells like a face
that’s holding back its tears
He stands he won’t go in
Με τ' αλάτι στο στήθος και την άμμο στην πλάτη
με τον ήλιο καρφωμένο στο μάτι
γυρνά όλη μέρα
και δεν ησυχάζεις
Ήλιος με βαρειά τσίνορα
βάδισμα ζώου
*
Βγαίνει μονάχος του στους δρόμους
τα μεσημέρια των καλοκαιριών
Οι σκύλοι στέκονται στο διάβα του –
γυρνούν και χώνονται στις πόρτες
Οι άντρες κλεισμένοι στις κρεββατοκάμαρες
ιδρώνουν μες στον ύπνο
Τα βήματά του λειώνουνε την άσφαλτο
Οι γυναίκες τον ακούνε να ’ρχεται
και κλείνουν τα παράθυρα
Τα παιδιά σταματούν το παιχνίδι
τρέχουνε στις γρίλλιες –
βλέπουν μονάχα τα γυμνά του πόδια
Η πόλη ανάβει κάτω από τον ήλιο
ξεφλουδίζουν οι τοίχοι
Μόνη της δροσιά αυτός
βγαίνει μονάχος του και περπατάει
*
Πρώτη φορά τον αντίκρυσα πανσέληνο
στο βάθος κάποιου στενού
ανάμεσα σε δυο άσπρους τοίχους –
ο ασβέστης, το πουκάμισό του –
και το φεγγάρι κρεμόταν από πάνω
Δεύτερη φορά τον συνάντησα
στην απέναντι άκρη του ίδιου στενού
χωρίς πουκάμισο
και με τον ήλιο πάνω στο κεφάλι
Ο ένας τοίχος καμπύλωνε πίσω του
μια μεγάλη παλάμη
τον έσπρωχνε μπρος μου
Το πέρασμα ήτανε στενό
– κόλλησα πάνω στον ασβέστη
ούτε που με πρόσεξε
Τρίτη φορά τον είδα από μακρυά
να περπατάει στην άσφαλτο
με πέλματα γυμνά –
πρωί νωρίς, φως κίτρινο
Ο δρόμος περνούσε στην άκρη του βράχου
πάνω απ’ τη θάλασσα
Ξαφνικά στάθηκε
κι άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά
–σχεδόν κατακόρυφη– τρέχοντας
χωρίς να κρατιέται απ' τα σκίνα
Έφτασε στο νερό –
κοιτάζει, με τα χέρια στις τσέπες
*
Τώρα όλα εδώ –
ένα θυμάρι απότομο
ο λίβας που κυλάει πηχτός
τα λέπια του νερού
Η θάλασσα φουσκώνει
σα βουρκωμένο πρόσωπο
Εκείνος στέκεται δε μπαίνει
Previous Publication:
Panayotis Ioannidis: (Athens, 1967). Has published two books of poetry, The lifesaver (2008) and Uncovered (2013). Also, since 1995, poems, translations (of R. Creeley, S. Heaney, T. Gunn, a.o.), essays, and criticism in literary journals. Poetry editor for the monthly “The Books’ Journal”. Curates the monthly poetry readings “Words (can) do it”.
panayotisioannidis@yahoo.gr
http://springstreefellers.blogspot.com/