Tuesday, 7.38 p.m., 6 °C
I’m already on the bus
at the next stop
there he is, running, takes a header
his lips stick on the glass
a jellyfish’s kiss
his tentacles
are wavering
he smiles again
I’m crying
I’m choking
who is in the aquarium?
he or I?one day I went as far as
the railway station
I bought a ticket
ate a sandwich
and got on the train
3’ before the train leaves
on a bench sleeps
a bloke
covered with cardboards
only cold-chafed
thick hairy fingers
are playing on a transparent keyboard
1’ before the train leaves
the bloke gets up
stretches himself
puts a hat on
the station master’s whistle in his mouth
he runs up and down
blows his whistle
1’ before the train leaves
the bloke gets rid of his hat
the whistle
he grabs a bottle of beer
jumps on the train
and shouts
“the end is near”
“repent” he bawls out
stumbling and cursing
1’ before the train leaves
the bloke stiffens right before me
and stares me in the face
methinks he’ll open his mouth
and swallow me
or he’ll spew out prophesies
“are you leaving?”
he sits down
takes me on his lap
weeps
lulls me to sleep
the train departs today
a piece of road
sticks to my heels with every step I take
by walking I grow tall
when I cross the avenue
I’ll be 6ft 6in
I’m scared
round a bend
there’s he
he applauds with his wings
doesn’t anyone hear him?
his red briefcase or
his gills are pulsing
“stop smiling!”
he won’t listen as
no creature of the brain will obey
he’s disappeared
and I grow small again
(from the collection Enchanter, Kastaniotis Publ. 2008)
Τρίτη, 19:38, 6Ο C.
είμαι ήδη μέσα στο λεωφορείο
επόμενη στάση
να’ τος, τρέχει, βουτάει
τα χείλη του κολλάνε στο τζάμι
φιλί μέδουσας
τα πλοκάμια του
ανεμίζουν
χαμογελάει πάλι
κλαίω
πνίγομαι
ποιος βρίσκεται μέσα στο ενυδρείο;
αυτός ή εγώ;
μια μέρα έφτασα μέχρι τον σταθμό
των τρένων
έβγαλα εισιτήριο
πήρα ένα σάντουϊτς
σκαρφάλωσα στο βαγόνι
3΄ για την αναχώρηση
στον πάγκο κάποιος
σκεπασμένος με χαρτόνια
κοιμάται
- μόνο χοντρά τριχωτά δάχτυλα
σκασμένα από το κρύο
παίζουν σε διάφανο clavier
1΄ για την αναχώρηση
ο κάποιος σηκώνεται
τεντώνεται
φοράει το καπέλο
τη σφυρίχτρα του σταθμάρχη
τρέχει πάνω κάτω
σφυρίζει
1΄ για την αναχώρηση
ο κάποιος πετάει το καπέλο
τη σφυρίχτρα
πιάνει ένα μπουκάλι μπύρα
σαλτάρει στο βαγόνι
φωνάζει
«το τέλος έρχεται»,
βρίζει «μετανοείτε»
σκοντάφτει και βρίζει
1΄ για την αναχώρηση
ο κάποιος κοκκαλώνει μπροστά μου
με κοιτάζει
νομίζω θα ανοίξει το στόμα του
θα με καταπιεί
ή θα ξεράσει προφητείες
«φεύγεις;»
κάθεται
με παίρνει στα γόνατά του
κλαίει
με νανουρίζει
αναχώρηση
σήμερα
ένα κομμάτι δρόμου
κολλάει στη φτέρνα μου σε κάθε βήμα
περπατώντας ψηλώνω
μόλις διασχίσω τη λεωφόρο
θα είμαι 2m και 14cm,
φοβάμαι
σε μια στροφή
αυτός
χειροκροτά με τα πτερύγιά του
δεν τον ακούει λοιπόν κανείς;
ο κόκκινος χαρτοφύλακας ή
τα βράγχιά του πάλλονται
«σταμάτα να χαμογελάς!»
δεν ακούει όπως
κανένα πλάσμα του μυαλού δεν μας υπακούει
χάθηκε
κι εγώ μικραίνω πάλι
(Από την ποιητική συλλογή “Μαγωδός”,εκδ. Καστανιώτη 2008)
[…]
i am in a hurry
i must review everything from the beginning
to remember who i was at the time
to find who i was
especially who that other one was
was there a beginning?
αυτός δε ο Δαίδαλος αττικίζει μεν
και το είδος υπέρσοφον τι και έννουν βλέπων,
αττικίζει δε και αυτό το σχήμα
φαιόν γαρ τρίβωνα τούτον αμπέχεται
i’m not sure whether i’ve outlived
an endless line of marks
to find a discus and a hammer
a piece of marble that’s where i survive
all else is wake’s shooting stars
they burn without me
[…]
shut in the hold
i wait for the peep of day
to hear their hunger gathering the fishing nets
hear them spreading the salt rhythmically
palms on the oars
unwittingly do they conspire
for me to know the hours
they think i suffer more by counting
this rips my night for a while
the world slides within
and i recover
in the unknown sometime
ως τε ζωοί βροτοί
as i’ve lost my eyes here
so i’ve forgotten if i have fingers of my own
with which to feel
this is what i’m missing in order to make a start
(from the poetry collection Cochlea, Kedros Publ. 2012)
[…]
σα να βιάζομαι.
πρέπει να τα ξανασκεφτώ όλα από την αρχή
να θυμηθώ ποιος ήμουν τότε
να βρω ποιος ήμουν
κυρίως ποιος ήταν ο άλλος, εκείνος
υπήρξε αρχή;
αυτός δε ο Δαίδαλος αττικίζει μεν
και το είδος υπέρσοφον τι και έννουν βλέπων,
αττικίζει δε και αυτό το σχήμα’
φαιόν γαρ τρίβωνα τούτον αμπέχεται
μια ατέρμονη σειρά σημείων
δεν είμαι σίγουρος εάν έχω επιβιώσει
να βρω έναν δίσκο και μια σφύρα
ένα κομμάτι μάρμαρο εκεί σώζομαι
τα άλλα είναι διάττοντες του ξύπνιου
καίνε δίχως μου
[…]
κλεισμένος στο αμπάρι
περιμένω το πρώτο φως
το άκουσμα της πείνας τους να μαζεύει τα δίχτυα
να απλώνουν το αλάτι ρυθμικά
με τις παλάμες στα κουπιά
άθελά τους συνομωτούν
για να ξέρω τις ώρες
νομίζουν πως μετρώντας υποφέρω περισσότερο
αυτό σκίζει για λίγο τη νύχτα μου
γλιστράει ο κόσμος εντός
κι εγώ συνέρχομαι
στο άγνωστο κάποτε
ως τε ζωοί βροτοί
όπως εδώ έχω χάσει τα μάτια
έχω ξεχάσει αν έχω δάχτυλα δικά μου
να νιώσω
-αυτό μου λείπει για να ξεκινήσω
(από την συλλογή “κοχλίας”, εκδ. Κέδρος 2012)
Natalie Katsou was born in Athens in 1982. She studied Law, Acting, Theatre Studies and Piano in Athens and she had her MFA in Theatre Directing in East15 Acting School under the honorary Minotis Scholarship. Since 2010 she lives and works in London as a Theatre Director and a Playwright. She has published the poetry collections Magodos (Kastaniotis Publ.-“DIAVAZO” Literature Prize 2009 nomination) and Cochlea (Kedros Publ. - ANAGNOSTIS Literature Prize 2012 nomination).
www.nataliekatsou.com
nataliakatsou@gmail.com