I write from inside prison
I who has never been imprisoned
I now look around me and see nothing but prison
And then I look inside me
And I see nothing but prison
The prison that teaches you how to write
And how to be immune to words
The prison that teaches you the air entering
And the air escaping to always be more
The prison – everything I feared that could be prison
The twenty fingers looking like bars
How I wished for their power to imprison me
How I wished for their inability to imprison me
Γράφω μέσα απ’ τη φυλακή
Εγώ που ποτέ δεν φυλακίστηκα
Τώρα κοιτάζω γύρω μου και δεν βλέπω παρά φυλακή
Κι ύστερα μέσα μου κοιτάζω
Και δεν βλέπω παρά φυλακή
Τη φυλακή που σε διδάσκει πώς να γράφεις
Και πώς να μην καταλαβαίνεις από λέξεις
Τη φυλακή που σου μαθαίνει τον αέρα που μπαίνει
Κι ο αέρας που βγαίνει να είναι πάντα περισσότερος
Η φυλακή -όσα φοβήθηκα πως φυλακή μπορεί να είναι
Να μοιάζουν κάγκελα τα είκοσι δάχτυλα
Πόσο ευχήθηκα τη δύναμή τους να με φυλακίσουν
Πόσο ευχήθηκα την αδυναμία τους να με φυλακίσουν
I write within this ark.
I who never believed in something good and bad.
Who never separated disaster from creation.
Who never accepted sin and morality.
But still.
The ark only has room for its living.
And we call “living” not the ones who do not know
but only those who know.
I did not ever wish to put things in order.
I did not wish to strike out chaos and anarchy so as to sleep peacefully.
But I neither chose my position in here.
In this wooden box, while I have never dreamt of wood.
In this wooden coffin, while I have never thought of the wood dying.
In here, in the wooden paradise, while I had never
imagined that wood can bring redemption.
Wood of protection
Wood of survival
Wood of hope
I have never thought the opposite of drowning to be wooden
But still.
I was born, like everyone else, with the same uncalled for detest for the Other.
Like everyone, with the same rooted denial for the Unknown
With the same, like everyone, inevitable blindness
I found myself here an indispensable possession of Fear.
I write because I go deeper and deeper in this ark
Forty birds
Forty birds...
how slim and light are the spoons in prison
And the birds how big and close they are!
And which one am I?
I watch the outside from the inside
One is struggling with water, to cover it or to be covered by it
The second one is walking on rivers, lakes and sea, nonchalant
The third one is drowning quietly and angerless
and the fourth one is screaming without a sound.
The fifth one is singing
The sixth one is praying.
The seventh one is tapping my window, begging me to save him
The eighth one is looking for me to curse me
but he doesn't see me and curses everything.
The tenth one is immersed in the sleep of the eternally living and immortal.
The eleventh one is jealous of my ark.
But the twelfth one knows that only he is free and calls me prison.
in the froth of a journey we will never make
Γράφω μέσα σ’ αυτήν την κιβωτό.
Εγώ που ποτέ δεν πίστεψα σε καλό και σε κακό.
Που ποτέ δεν χώρισα καταστροφή και δημιουργία.
Που ποτέ δεν δέχτηκα αμαρτία και ηθική.
Κι όμως.
Η κιβωτός χωράει τους ζωντανούς της μόνο.
Και ζωντανούς δεν λέμε όσους αγνοούν
μα όσους γνωρίζουν μόνο.
Δεν επιθύμησα να βάλω τα πράγματα σε τάξη.
Δεν επιθύμησα να διαγράψω χάος και αναρχία για να μπορέσω ήσυχα να κοιμηθώ.
Μα ούτε επέλεξα τη θέση μου εδώ μέσα.
Σ’ αυτό το ξύλινο κουτί, ενώ δεν ονειρεύτηκα ποτέ το ξύλο.
Σε τούτο το από ξύλο φέρετρο, ενώ δεν σκέφτηκα ποτέ το ξύλο να πεθαίνει.
Εδώ μέσα, μέσα στον ξύλινο παράδεισο, ενώ ποτέ δεν είχα φανταστεί το ξύλο να λυτρώνει.
Ξύλο της προστασίας
Ξύλο της επιβίωσης
Ξύλο της ελπίδας
Ποτέ δεν νόμισα ξύλινο το αντίθετο του πνιγμού
Κι όμως.
Γεννήθηκα όπως όλοι με την ίδια ακάλεστη απέχθεια για το Άλλο.
Όπως όλοι, με την ίδια ριζωμένη άρνηση για το Άγνωστο
Με την ίδια, όπως όλοι, αναπόφευκτη τυφλότητα
Βρέθηκα εδώ κτήμα αναπόσπαστο του Φόβου.
Γράφω γιατί ολοένα χώνομαι βαθύτερα μέσα σ’ αυτήν την κιβωτό
Σαράντα πουλιά
Σαράντα πουλιά…
πόσο λεπτά κι ελαφριά είναι τα κουτάλια μες στη φυλακή
και τα πουλιά πόσο μεγάλα και πόσο κοντά μας είναι!
Και ποιος απ’ όλους είμαι;
Από το μέσα παρατηρώ τώρα το έξω.
Ο ένας παλεύει με το νερό, να το σκεπάσει αυτός ή το νερό να τον σκεπάσει.
Ο δεύτερος περπατά επάνω στα ποτάμια, πάνω στις λίμνες και τις θάλασσες, αμέριμνος.
Ο τρίτος πνίγεται ήσυχα και χωρίς θυμό
κι ο τέταρτος δίχως φωνή ουρλιάζει.
Ο πέμπτος τραγουδά.
Ο έκτος προσεύχεται.
Ο έβδομος μου χτυπά το τζάμι, με ικετεύει να τον σώσω.
Ο όγδοος ψάχνει να με βρει για να με καταραστεί
μα δεν με βλέπει κι όλα τα καταριέται.
Ο δέκατος κοιμάται τον ύπνο του αιώνια ζωντανού κι αθάνατου.
Ο ενδέκατος φθονεί την κιβωτό μου.
Μα ο δωδέκατος, ξέρει πως μόνο εκείνος είναι ελεύθερος και
με φωνάζει φυλακή.
μες στον αφρό ενός ταξιδιού που ποτέ δεν θα κάνουμε
Angeliki Sigourou: Angeliki Sigourou (Athens, 1973). Studied French language and literature, drama, modern and classical dance. Poems of hers have been published in various literary magazines. She has translated plays, philosophical essays and poetry collections from the French and Arabic. Lives on the Greek island of Syros, where she teaches modern dance. In 2005, she created the dance group “Akropoditi”. sig_an@yahoo.gr