While things were happening very fast, and people were talking
all the time, sometimes yelling when there were protests --
people shouting to move out of the way when a Molotov was tossed,
a smashed window pane splintered -- we tried to slow down our thoughts,
we tried to think through each piece of the news as if
we were trying to chew on food that was very difficult to swallow.
It was strange, too, how carefully we walked over the broken glass
as if these shards were precious, as if scattering them could hurt
the already scarred asphalt. It was strange because there was so much
glass to walk over that some days you forgot it was glass --
you imagined yourself in a gale storm ripping through
a country, scattering everything so that nothing was where it used to be,
nothing left unhurt. The storm ate through sturdy buildings,
even the stones of pavements, exposing naked cement, the iron insides
of what kept these things in place. We felt suddenly very small,
the way someone feels in a gale storm, and the larger and more bold
the headlines, the smaller we felt, even the pitch of television
voices shrunk us, things like getting out change for the metro,
or looking at fallen leaves on the curbside took a long time, we kept
looking at those browns, the strange, crushed greens, the veined skins,
and forgot we were standing in that small space of ours.
The wound she said is an eye,
a mouth, an opening.
Here there are many wounds,
and openings, in the beseeching pleas,
the various ways to phrase
a devastation, “Excuse me
for intruding,” begins one of many
voices trying to put a sentence
to the kneeling,
the words a challenge
to those still able to ignore
the mouths which bleed
a tireless telling
of unrelenting plight,
but always, somehow (still)
polite -- “I am embarrassed,”
says another “with all due respect,
for asking you to give anything you can.”
While most give nothing,
one woman is scrounging
through her bag, opening it
wide with both hands, her nails pink,
someone who looks like
she enjoys her life, her silver bangles
jingle, and two large rings sit
on the hand searching for change.
She is also smiling to the person
who is patiently waiting,
“I’ll give you…” she starts,
“I’ll give you whatever I can find here,”
her words a balm to the litany
of asking though it is impossible
to avoid what the eye takes in,
everything a wounding
the openings don’t close.
for Katerina Illiopoulou, who provided the line
Το τραύμα είπε είναι ένα μάτι,
ένα στόμα, ένα άνοιγμα.
Εδώ υπάρχουν πολλά τραύματα,
και ανοίγματα, στις ικετευτικές εκκλήσεις,
τους ποικίλους τρόπους να εκφραστεί
η απόγνωση, «Συγγνώμη
για την ενόχληση», αρχίζει μία από τις πολλές
φωνές που προσπαθεί να ταιριάξει μία πρόταση
με το γονάτισμα,
οι λέξεις μια πρόκληση
για εκείνους που μπορούν ακόμη να αγνοούν
τα στόματα που αιμορραγούν
μια ακαταπόνητη μαρτυρία
αδιάκοπων δεινών
αλλά πάντα, κάπως (ακόμη)
ευγενικά,
«Ντρέπομαι»,
λέει κάποιος άλλος
«με όλο τον σεβασμό,
να σας ζητήσω
να δώσετε ό,τι μπορείτε.»
Ενώ οι περισσότεροι δεν δίνουν τίποτα,
μια γυναίκα ψάχνει
μέσα στην τσάντα της, ανοίγοντάς την
διάπλατα με τα δυο της χέρια,
τα νύχια βαμμένα ροζ, κάποια που φαίνεται να χαίρεται
τη ζωή,
τα ασημένια της βραχιόλια
κουδουνίζουν και δύο μεγάλα δαχτυλίδια
στο χέρι που ψάχνει για ψιλά.
Χαμογελάει επίσης στον άνθρωπο που
περιμένει υπομονετικά,
«Θα σου δώσω...» λέει,
«θα σου δώσω ό,τι βρω»,
οι λέξεις της
βάλσαμο στην ακολουθία
των παρακλήσεων αν και είναι αδύνατο
να αποφύγεις όσα το βλέμμα απορροφά,
παντού ένα τραύμα
το άνοιγμα που δεν κλείνει.
Για την Κατερίνα Ηλιοπούλου, που μου έδωσε τον πρώτο στίχο
Ενώ τα γεγονότα κυλούσαν πολύ γρήγορα και οι άνθρωποι μιλούσαν συνεχώς, κάποιες φορές φωνάζοντας όταν γίνονταν διαδηλώσεις – ουρλιάζοντας να ανοίξουν χώρο για ν’ αποφύγουν τις μολότοφ, μια τζαμαρία που έσπασε και κατέρρευσε– προσπαθήσαμε να μαζέψουμε τις σκέψεις μας, προσπαθήσαμε να κατανοήσουμε την κάθε λεπτομέρεια από τις ειδήσεις, σαν να μασάγαμε κάτι δυσκολοχώνευτο . Ήταν παράξενο, ακόμα, πόσο προσεκτικά περπατήσαμε πάνω στα σπασμένα γυαλιά σαν να ήταν ό,τι πολυτιμότερο αυτά τα θρύψαλα, λες και αν τα σκορπίζαμε θα τραυματίζαμε την ήδη τραυματισμένη άσφαλτο. Ήταν παράξενο, επειδή υπήρχαν τόσα θρύψαλα γυαλιού στην άσφαλτο που το ξεχνούσες ότι ήταν γυαλιά, φανταζόσουν τον εαυτό σου σε μια θύελλα, που σαρώνει μια χώρα σκορπίζοντας τα πάντα, έτσι που τίποτα να μη μείνει όρθιο, τίποτα να μη μείνει άθικτο. Η θύελλα διάβρωσε τα κάποτε κραταιά κτίρια, ακόμη και τις πλάκες των πεζοδρομίων, εκθέτοντας το γυμνό τσιμέντο και τα σιδερένια σωθικά που τα κρατούσαν στη θέση τους. Ξαφνικά νιώσαμε πολύ μικροί, όπως νιώθει κανείς μέσα σε μια θύελλα και όσο πιο κραυγαλέοι και πηχυαίοι ήταν οι τίτλοι των ειδήσεων τόσο πιο μικροί νιώθαμε, ακόμη και η χροιά της φωνής των εκφωνητών στην τηλεόραση μάς συρρίκνωνε, το να μετρήσουμε τα ψιλά μας για το μετρό ή να κοιτάξουμε τα πεσμένα φύλλα πάνω στο πεζοδρόμιο μας πήρε ξαφνικά πολύ χρόνο, προσηλωθήκαμε στα καφετιά τους χρώματα, στο τσαλακωμένο πράσινο, τον χάρτη των φλεβών πάνω στο δέρμα τους και ξεχάσαμε πως στεκόμασταν σε αυτό τον ελάχιστο δικό μας χώρο.
Adrianne Kalfopoulou is a poet, essayist and scholar, her most recent poetry collection is ΧΕΝΗ, ΧΕΝΟ, ΧΕΝIΤΙΑ (Melani, 2013). Ruin, Essays in Exilic Life is forthcoming from Red Hen Press 2014. She is Associate Professor of English Language and Literature at Hellenic American University, in Athens. www.adriannekalfopoulou.com akalfopoulou.wordpress.com